ασυχώρετος

ασυχώρετος
-η, -ο
εκείνος τον οποίο δε συχώρεσε ή δεν μπορεί να συχωρέσει κανείς: Ήταν ασυχώρετο σφάλμα να συνεταιριστείς μαζί του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασυγχώρητος — και ασυχώρετος, η, ο (AM ἀσυγχώρητος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να συγχωρηθεί νεοελλ. εκείνος που δεν έχει συγχωρηθεί, που δεν έχει πεθάνει ακόμη αρχ. ο απαγορευμένος …   Dictionary of Greek

  • ασυγχώρητος — ασυγχώρητος, η, ο και ασυχώρετος, η, ο εκείνος τον οποίο δε συγχώρησε κανείς ή δεν μπορεί να συγχωρήσει: Το σφάλμα σου αυτό είναι ασυγχώρητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”